Κυριακή 15 Φεβρουαρίου 2015

ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

(Mια εργασία των μαθητών της Ε΄και ΣΤ΄τάξης του δημοτικού σχολείου Καρυδιάς στα αρχεία του δημοτικού σχολείου καθώς και από μαρτυρίες κατοίκων του χωριού).
Γάτσου Μαρία, Κακία Μαρία, Πέγιος Χρήστος, Πούπτση Ελένη, Σαλαμάνης Διονύσιος, Σφέτκος Δημήτριος, Γιάλη Χρυσούλα, Μπουζάνας Γιώργος, Σαλαμάνης Χρήστος , Σφέτκου Βικτωρία και ο δάσκαλος Τζαβέλας Χ. Δημήτρης.   
ΣΎΝΤΟΜΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ  ΚΑΡΥΔΙΑ
        
       Τη συγκέντρωση όλου του ιστορικού  υλικού- που θα σας παρουσιάσουμε - τόσο του χωριού ,όσο και του σχολείου ,πραγματοποίησε ο δάσκαλος Κατσιαδάκης Γεώργιος (παντρεμένος με τη Νηπιαγωγό κα Κίτσου Ελένη από  τη Φλαμουριά Έδεσσας, έχοντας οργανική θέση στο σχολείο της Καρυδιάς από το 1967 έως και το 1974 ) με τη συνεργασία και τη συμπαράσταση του επί σειρά ετών, προέδρου της κοινότητας Καρυδιάς κ.Γάτσου Αθανασίου γνωστού και ως Μπάρμπα Θανάση . Αυτός, λόγω των γνώσεων του, της πείρας του και των διοικητικών του ικανοτήτων έφερε την προσωνυμία, -όπως τον αποκαλεί ο ίδιος-« πατήρ» του χωριού, ήτανε μάλιστα πρόεδρος από το έτος 1964 έως το 1974.

       Πιστεύοντας ότι η Ιστορία ενός σχολείου είναι στενότατα συνδεδεμένη με την Ιστορία του χωριού- του Δημοτικού Διαμερίσματος στο οποίο ανήκει το σχολείο- παραθέτουμε λίγα από την Ιστορία της Καρυδιάς, έτσι όπως την είχε καταγράψει ο κος Κατσιαδάκης .
        <<Το χωριό Καρυδιά είναι χτισμένο στους πρόποδες του Όρους Καϊμακτσαλάν μέσα σε μακρόστενη χαράδρα. Έχει υψόμετρο 580 μέτρα και απέχει περίπου 11,5 χλμ. από την πόλη της Έδεσσας. Οι κάτοικοι του είναι γεωργοκτηνοτρόφοι με χαμηλό ετήσιο γεωργικό εισόδημα λόγω της παντελούς έλλειψης αρδεύσιμου ύδατος. Απόπειρα μεταφοράς νερού από την περιοχή του Νησίου απέτυχε, λόγω αντίδρασης των κατοίκων του. Το ετήσιο γεωργικό εισόδημα συμπληρώνεται με την κοπή και πώληση καυσόξυλων από το δημόσιο δάσος ή με την προσφορά χειρωνακτικής εργασίας στην πόλη της Έδεσσας κυρίως. Το κυρίως γεωργικό εισόδημα των κατοίκων είναι τα κεράσια, τα καρύδια, φασόλια ξερά, κάστανα κλπ. Τέλος το οικογενειακό εισόδημα συμπληρώνεται με την αποστολή εμβασμάτων από τη Δυτική Γερμανία, όπου ικανός αριθμός κατοίκων της Καρυδιάς κατά καιρούς μεταβαίνει. Ήδη από το έτος 1972 απαγορεύτηκε τελείως στους κατοίκους η εμπορία καυσόξυλων από το Δημόσιο δάσος καθότι αυτό είχε υλοτομηθεί "άγρια" και άκρως επικίνδυνα ,όπως είχε αποφανθεί το Δασαρχείο Έδεσσας>>.

     Η συγκοινωνία με το ΚΤΕΛ αρχικά ήταν μία φορά την εβδομάδα, το Σάββατο και μόνο, όποτε οι κάτοικοι μετέβαιναν ομαδικά για το λεγόμενο «παζάρι της Έδεσσας». Το έτος 1968 η συγκοινωνία κατέστη δυνατή, τρεις φορές την εβδομάδα και κατά τις ημέρες Δευτέρα, Τετάρτη και Σάββατο. Τέλος το 1970 η συγκοινωνία με την πόλη της Έδεσσας κατέστη καθημερινή. Ο εξηλεκτρισμός του χωριού πραγματοποιήθηκε το έτος 1968. Η οδός Καρυδιάς – Έδεσσας στρώθηκε με άσφαλτο, μέχρι το μνημείο των Καπετάν Άγρα και Μίγκα, το έτος 1971. Το παλιό όνομα του χωριού ήταν «Τέχοβο» . Το όνομα Καρυδιά δόθηκε λόγω των πολλών καρυδόδεντρων τα οποία υπήρχαν στην περιοχή του χωριού ή εξαιτίας του γεγονόντος ότι σε δέντρο καρυδιάς απαγχονίστηκαν οι μακεδονομάχοι Άγρας και Μίγκας . 

       Το χωριό εγκαταλείφθηκε από τους κατοίκους του κατά τα έτη 1947-1950 ,οι οποίοι μετέβησαν στο χωριό Άγρας της Έδεσσας. Το σχολείο στην πραγματικότητα δεν λειτούργησε κανονικά από το 1943 έως το 1950 λόγω της φοβίας των κουμουνιστοσυμμοριτών. Το σχολείο ξεκινά ξανά τη λειτουργία του μετά το 1950 και την επιστροφή των κατοίκων του. 

       Οι εθνομάρτυρες Τέλος Άγρας  και Αντώνης Μίγκας απαγχονίστηκαν στις 7 Ιουνίου 1907 στον «κάμπο της Καρυδιάς» πάνω σε μια καρυδιά και ακριβώς πάνω στο σημείο που σήμερα υπάρχει περικαλλές μνημείο αφιερωμένο στη μνήμη τους.

       Οι κάτοικοι της Καρυδιάς από τα παλαιότερα χρόνια και παρά τις εκάστοτε πιέσεις διατήρησαν ακμαίο και άσβεστο το ελληνοχριστιανικό τους φρόνημα. Την περίοδο της Επανάστασης του ’21 πολλοί κάτοικοι του χωριού ακολούθησαν τον οπλαρχηγό της περιοχής Αγγελή Γάτσο από τους Σαρακηνούς Αλμωπίας . Αυτόν ακολούθησαν και μετά την αποτυχία του κινήματος της Μακεδονίας (1822 ολοκαύτωμα Νάουσας).

       Οι κάτοικοι της περιοχής διατηρώντας το Ελληνικό του φρόνημα ερχόντουσαν συχνότατα σε προστριβές με τους Οθωμανούς κατακτητές της περιοχής. Να σημειωθεί ότι ο καταγόμενος από το χωριό Καρυδιά καπετάν Σταφίδας Κων/νος είχε στη σημαντική δράση ενάντια στους κομιτατζήδες Βούλγαρους κατά τις κρίσιμες φάσεις του Μακεδονικού Αγώνα. Αυτός απεβίωσε το 1955 σε ηλικία 98 ετών.  Συνεργάσθηκε με τον καπετάν Μπούα (Σπηρομήλιος) και Μαζαράκη (Αινιάν).  Αξιοσημείωτες επίσης είναι και οι υπηρεσίες που προσέφεραν όχι μόνο στο χωριό αλλά και σε ολόκληρη την περιοχή ,οι καταγόμενοι από την Καρυδιά δάσκαλοι Δημήτριος Ιωάννη Μυλωνάς και Ιωάννης Δημητρίου Μυλωνάς ,γιος του πρώτου (δολοφονήθηκε το 1946).
Χαρακτηριστικό επίσης είναι επίσης και το άγνωστο ,σε πολλούς ,γεγονός που αφορά τους κατοίκους της Καρυδιάς:
Μετά την καταστολή του κινήματος του Αλή Πασά (Φεβρουάριος 1822) των Ιωαννίνων  ,ο Σουλτάνος ,για να ευχαριστήσει τους πασάδες και τους μπέηδες της Μακεδονίας  οι οποίοι τον βοήθησαν να νικήσει τον Αλή Πασά , τους έδωσε αυξημένες δικαιοδοσίες στη διαχείριση των περιουσιών των χριστιανών.
        Το προνόμιο αυτό το εκμεταλλεύτηκε ο μπέης της περιοχής στην  οποία άνηκε και η Καρυδιά .Σε συνεννόηση λοιπόν με τον  πληρεξούσιό του, Νουρή , εφάρμοσε το εξής δόλιο και σκληρό μέτρο , για την υφαρπαγή της περιουσίας των κατοίκων του χωριού.   Κάλεσε  τους κατοίκους  της Καρυδιάς στην πλατεία του χωριού ,  προς κοινή  δήθεν  διασκέδαση  ενώ παράλληλα τους ζήτησε να  φέρουν μαζί τους  και τους τίτλους , των κτημάτων . Πρόθεση του ,δήθεν, ήταν  η ανανέωση των τίτλων . Ενώ λοιπόν διασκέδαζαν Έλληνες και   Οθωμανοί   στην πλατεία , ο Νούρης,   αφού συγκέντρωσε τους τίτλους τούς έκαψε μπροστά στα έκπληκτα μάτια των θυμάτων κατοίκων. Επίσης οι Τούρκοι είχαν έθιμο να ψήνουν χαλβά όταν διασκέδαζαν. Οι τίτλοι λοιπόν κάηκαν "στη φωτιά του χαλβά".
       Το γεγονός αυτό το διηγήθηκε το 1971, ένας από αυτούς που το έζησαν  , ο Μπουζάνας Χρήστος (άνω των 90 ετών τότε) , η μάμη του οποίου βρέθηκε στο φρικτό για τους κατοίκους συμβάν και το καταγράφει στις σημειώσεις του ο κος Κατσιαδάκης.
    
        Αυτό επιβεβαιώνει το γεγονός ότι όλοι οι κάτοικοι του χωριού Άγρα οι οποίοι είχαν κτήματα στην περιοχή της Καρυδιάς και μετά την απελευθέρωση συνέχιζαν να έχουν τίτλους , ενώ οι κάτοικοι της Καρυδιάς όχι .  Αυτό οφείλεται στο  σκληρό μέτρο του μπέη της περιοχής το οποίο είχε τοπικό χαρακτήρα μόνο για το χωριό Καρυδιά .Ο μετέπειτα μπέης , μετά την απελευθέρωση της Έδεσσας  από τα ελληνικά στρατεύματα (Οκτώβριος 1912), παρουσίασε « πλαστούς»;  τίτλους ολόκληρου του αγροκτήματος Καρυδιάς σχεδόν , εφόσον οι γνήσιοι είχαν καεί, και το πούλησε στο  Ελληνικό Δημόσιο.
Η πώληση πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της κυβέρνησης του στρατηγού Πάγκαλου, η δε έκταση των όσων  πουλήθηκαν ήταν 27.231 στρέμματα .Έως τότε οι κάτοικοι του χωριού ήταν όλοι «κολλήγοι» του ιδιοκτήτη μπέη .
        Ακόμα ένα γεγονός που  μαρτυρά το ακμαίο  Ελληνοχριστιανικό  φρόνημα    των  κατοίκων της περιοχής είναι  και το εξής :  Ως  γνωστό  οι Βούλγαροι  ονειρευμένοι  πάντοτε ,  την  «επαίσχυντων»,  για τον Ελληνισμό  της Μακεδονίας ,συνθήκη του  Αγίου Στεφάνου (1878) ,  εφάρμοσαν  συστηματικό προσηλυτιστικό σχέδιο για τους Έλληνες της Μακεδονίας . Μέσα  στα πλαίσια του σχεδίου αυτού , προσπαθούν να παρασύρουν τους Έλληνες Χριστιανούς και αφού τους αποσπάσουν από το Ορθόδοξο Χριστιανικό Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης ,να τους εντάξουν στη σχισματική Βουλγαρική Εξαρχία. Θύματα αυτών των προσπαθειών υπήρξαν και οι κάτοικοι της περιοχής.
        Το Νοέμβρη του  1905 όμως, επιτροπή αποτελούμενη από κατοίκους του χωριού Καρυδιά (Τέχοβο τότε) μετέβη στην Πόλη και ζήτησε από τον  Οικουμενικό Πατριάρχη της εποχής εκείνης και από την «Υψηλή Πύλη» την επάνοδο στα πάτρια και την ορθόδοξη πίστη.
Το αξιοσημείωτο εκείνο γεγονός δημοσιεύτηκε εκείνες της ημέρες στην ελληνική εφημερίδα «Ταχυδρόμος» της Πόλης.
         Ανταπόκριση στο άρθρο του ταχυδρόμου και στη συμπλήρωση 50ετίας από το αξιομνημόνευτο γεγονός πραγματοποιήσε η εφημερίδα της Θεσσαλονίκης «Μακεδονία» τη 3η ή 13η Νοεμβρίου 1955, που είχε ως εξής:¨ Η επάνοδος στα πάτρια και την ορθόδοξη πίστη των κατοίκων του «Τεχόβου» της επαρχίας Έδεσσας χαιρετίζεται με την πρέπουσα σημασία από τον Ελληνικό τύπο της Πόλης . Ιδιαίτερα ο ταχυδρόμος τονίζει τα εξής :«Το γεγονός που πραγματοποιήθηκε με τη θέληση των επιστρεφόντων αποτελεί μια ακόμη απόδειξη των επιδιωκώντων την διαστροφή του πνεύματος και της συνείδησης των παιδιών της μεγάλης Του Χριστού Εκκλησίας .»
        Τελικά ,όπως λέει,  το χωριό λόγω της θέσης του έχει υποστεί πολλές επιδρομές και πολλές επιβουλεύσεις κατά καιρούς , ιδίως από τους Βουλγάρους κομιτατζήδες . Παρά τούτα διατήρησε τον ελληνικό χαρακτήρα του.

       Κάποια από τα γεγονόντα που σας παρουσιάζουμε είναι από το τετράδιο με τίτλο «Ιστορία του δημοτικού σχολείου Καρυδιάς» το οποίο βρέθηκε κρυμμένο με προσοχή μέσα στο αρχείο του σχολείου ,από τον εκπαιδευτικό του σχολείου μας κο Τζαβέλα Χ. Δημήτρη και είχε συντάξει τα έτη 1967-1974 ο εκπ/κός κος Κατσιαδάκης Γεώργιος καθώς και από συνεντεύξεις με κατοίκους του χωριού .
                                                        Η συντακτική ομάδα (Ε΄και ΣΤ΄τάξεις) και ο δάσκαλος της τάξης.


                             Από την Ιστοσελίδα Edessacity.gr  διαβάζουμε..
     Η Καρυδιά (παλ. Τέχοβο) είναι κτισμένη σε πλαγιά του Bόρα-Καϊμάκτσαλάν και απέχει μόλις 12χλμ απο την Έδεσσα. Το χωριό είναι κτισμένο σε μια χαράδρα γεμάτη οξυές για να προφυλάγεται από τον καιρό και από τα … μάτια όπως και τα περισσότερα χωριά της Μακεδονίας.
     Τα σπίτια ακολουθούν την λαϊκή Μακεδονική αρχιτεκτονική και είναι χτισμένα με πέτρες της περιοχής στο ισόγειο και τούβλο στο επάνω όροφο, στηριζόμενα σε πελεκητά καστανίσια δοκάρια μιας και τα περισσότερα ήταν δίπατα με τζάκι, πουλάτα (σήμερα ο γνωστός ημιυπαίθριος), κυράλι που έβλεπε τον βοριά (αποθήκη – ψυγείο).
      Η ιστορία του χωριού είναι μεγάλη και χάνεται στον χρόνο ... Εικάζεται ότι όταν οι βυζαντινοί κατέλαβαν την Έδεσσα, την ηγετική ομάδα, αυτήν δηλαδή των αριστοκρατών της πόλης μαζί με όλους τους ανθρώπους τους (ακόλουθοι, προσωπικό, υπηρέτες (τους ισμεκιάρηδες), τους εξόρισαν στις πλαγιές του Καϊμάκτσαλάν και αρκετά μακριά από την λίμνη γύρω από το σημερινό χωριό. Στην περιοχή αυτή χτίστηκαν τουλάχιστον 7 μικρά χωριά. Και συγκεκριμένα στις περιοχές Πάσοβο, Σαλαμάν Μπουνάρ, Σφέτι Ράνγκιου και Ντίμουφ Κάμιν, Ντρούμουτ, Κατσουλέν, Σιόπι, Βλέγκ, Σφέτα Πέτκα και Τέχοβο ή Τέιβο. Αυτός είναι και ο λόγος για το οποίο οι κάτοικοι έχουν  ίδια γενικά χαρακτηριστικά (ξανθοί, γαλανομάτηδες, σταρένιο δέρμα, ψηλοί, λυγερόκορμοι και όμορφοι άνδρες-γυναίκες-παιδιά). Κάθε χωριό είχε τον άγιο του και το εκκλησάκι του. Στις περισσότερες περιοχές νερό ερχόνταν μέσα από πήλινους σωλήνες από το Καϊμάκτσαλάν (Κατσουλέν) ενώ σε κάποια μέρη υπήρχαν και πηγάδια (Σαλαμάν Μπουνάρ). Κάθε χωριό όταν γιόρταζε τον άγιο του καλούσε και τους γείτονες να συμμετάσχουν κάτι το οποίο έφτασε μέχρι τις ημέρες μας.
     Η ύπαρξη όμως του χωριού αυτού και η σπουδαιότητά του μαρτυρείται από τους αρχαίους χρόνους με την ανακάλυψη της οχυρωματικής θέσης στην Τούμπα Κιρκάλοβα και ευρήματα ρωμαϊκών και ελληνιστικών χρόνων όπου πιθανότατα σχετίζεται με την Αρχαία Εγνατία Οδό. Έτσι εξηγείται γιατί στο χωριό είχε πάρα πολλά χάνια έως τις αρχές του 20ου αιώνα. Τα χάνια αυτά στα οποία λειτουργούσαν και ως μικρά μαγαζάκια πουλούσαν αλάτι, ζάχαρη και ότι δεν μπορούσαν να παράγουν οι αυτάρκεις σε μεγάλο βαθμό κάτοικοι του τόπου. 
    Οι οικογένειες αυτές κάποια στιγμή με την πάροδο των χρόνο ήρθαν και μετοίκησαν όλες στο Τέχοβο (σημ. Καρυδιά) μιας και αποτελούσε το κεντρικό παζάρι της περιοχής. Με την κάθοδο στο κεντρικό χωριό το Τέχοβο, κτίζεται και η εκκλησία στην πλατεία του χωριού η οποία χρονολογείται πολύ πριν τον 17ο αι. Επίσης διατηρήθηκε το παζάρι του Τεχόβου και μάλιστα έρχονταν και από άλλα χωριά όπως από την Παναγίτσα (Οσλοβο), Τούρκοι να πουλήσουν πετμέζι, Βλάχοι να πουλήσουν ζώα.
      Επί τουρκοκρατίας ήταν αναγκασμένοι να δίνουν τα 2/3 στον τοπικό μπέη, ο οποίος τα μάζευε στο σημερινό σχολείο το οποίο χρησιμοποιούνταν ως αποθήκη (σιτάρια, κριθάρια, καλαμπόκια) και με το 1/3 να ζούν οι ίδιοι. Τα σόγια διατηρούσαν τα έθιμά τους και έτσι το καθένα γιόρταζε και καλούσε τους υπόλοιπους στις γειτονιές όπως των Αγ.Θεοδώρων (Ντρούμουτ-Μπαραμπάνηδες), του Αγ.Δημητρίου, του Αρχαγγέλου Μιχαήλ (Σφέτι Ράνκιου – Φουδούληδες, Σφέτκιδες-Φωτισμένοι), της Αναλήψεως, του Αγ.Ιγνατίου για το σφάξιμο του γουρουνιού πριν από τα Χριστούγεννα κα γιορτές. (Σαλαμάν Μπουνάρ-Τούρηδες, Πάσοβο-Καραγιάννηδες, Τσρνιαννηδες & άλλα σόγια Σαλαμάνηδες, Γκιάληδες) 
       Η Καρυδιά αποτελούσε κομβικό σημείο ως πέρασμα για τα κοπάδια που πήγαιναν στο Καϊμάκτσαλάν και προς τα χωριά Κορυφή (Ρόντιβο) και Σαρακηνούς (Σαρακίνοβο). Λόγω της κτηνοτροφίας και του πλούτου σε γαλακτοκομικά προϊόντα στο χωριό λειτουργούσε και τυροκομείο (μπατσίλο). Η διατήρηση των προϊόντων αυτών γινόταν σε βαρέλια μέσα σε τυρόγαλα. Ακόμη υπήρχαν σε όλες τις ανατολικές πλαγιές αμπέλια για κρασιά, τσίπουρα αλλά και πετμέζια. Η ζωή ήταν απλή και είχε θέση για όλους ... ακόμη και για την γάτα που βολευόταν κάτω από το τραπέζι.  
Στην περιοχή Κλάτνιτζ (πηγές) όπου υπήρχαν και οι νερόμυλοι του χωριού  ο παπάς του χωριού ρίχνει το σταυρό την περίοδο των Θεοφανείων. Οι νέοι του χωριού με το σταυρό μαζί μεταφέρουν την ευλογία και παράλληλα δίνουν λίγο αγιασμό σε κάθε σπίτι του χωριού και αμείβονται με αυγά, κάστανα, καρύδια και στις μέρες και με μπαξίσι (μικρό χρηματικό ποσό).  
     Οι Καρυδιώτες, ως γνήσιοι αγροτοκτηνοτρόφοι Μακεδόνες  έχουν πολλές συνήθειες που σχετίζονται με την γονιμότητα. Σύμφωνα με το έθιμο του Βραντικρ'στ κάθε Πέμπτη μετά το Πάσχα για 40 ημέρες δεν πάει κανένας στο χωράφι για τον ευδαιμονισμό της φύσης και την προστασία των καλλιεργειών από τις καιρικές συνθήκες.
     Η οργάνωση του χωριού ήταν & είναι υποδειγματική. Την εποχή του τρύγου αφού οι γεροντότεροι σοφοί του χωριού αποφάσιζαν μετά την εκκλησία ότι είχε έρθει η ώρα έστελναν τον ντελάλη με ένα χωνί σε κάθε γειτονιά να ανακοινώσει την ημέρα για να τρυγήσουν όλοι μαζί. Πολλά αμπέλια είχε στο Σαλαμάν Μπουνάρ. Τα σταφύλια τα κουβαλούσαν σε βαρέλια και για να χωρέσουν περισσότερο τα πατούσαν λιγάκι …για  να μην κάνει το άλογο δύο δρομολόγια και έτσι έφτανε στο χωριό μούστος. Τότε το χωριό είχε πάνω από 400 οικογένειες.  
      Στις αρχές του αιώνα πολλοί κάτοικοι ήταν πελεκητές, έκοβαν δηλαδή ξύλα και τα πελεκούσαν είτε για τα σπίτια ως δομικό υλικό είτε για την κατασκευή διάφορων εργαλείων όπως άροτρα, ξύλινα εργαλεία, κοπάνες, βαρέλια, ξύλινες σκάφες και τα πουλούσαν στους αγρότες της Έδεσσας, του κάμπου των Γιαννιτσών και της Βέροιας. Η εργασία αυτή απαιτούσε μεγάλη δύναμη και δεξιότητα. Χαρακτηριστικές είναι οι αναφορές για τον Παππού Ηλία-Ντέντο Ίλιο ο οποίος φόρτωνε το ζώο έπαιρνε και ένα κορμό οξυάς στο χέρι και έτσι απέκτησε το ψευδώνυμο μπούκα που σημαίνει οξυά.  Επίσης εμπορευόντουσαν ξύλα που έκοβαν οι ίδιοι και τα μετέφεραν στην Έδεσσα κοντά στην περιοχή Σμαρέκα σε μια περιοχή όπου σήμερα φέρει το όνομα μεταξύ των ντόπιων "Τιόφσκα Μάλα" (=Τεχοβίτικος Μαχαλάς).  
     Ακόμη και σήμερα οι περισσότεροι κάτοικοι αυτής της περιοχής της Έδεσσας έλκουν την καταγωγή τους από την Καρυδιά. Επειδή η ξύλευση κάποια στιγμή έχασε την παλιά της αίγλη αλλά και λόγω σταδιακών απαγορεύσεων από το κράτος οι Καρυδιώτες στράφηκαν μόνιμα σε επαγγέλματα που έκαναν και παλαιότερα σε περιοδική βάση και έγιναν Μαστόροι, Τεχνίτες, Οικοδόμοι, Πετράδες. Αυτό βέβαια φαίνεται και στα ίδια τους τα σπίτια. Στο χωριό είχε και δύο μύλους οι οποίοι κινούνται από το ποτάμι που διασχίζει την Καρυδιά την Ρέκατα όπως την αποκαλούν οι ντόπιοι.    
     Το χωριό έχασε πάρα πολύ μεγάλο μέρος του πληθυσμού του στους πολέμους ενώ άδειασε από τις εκκαθαρίσεις του «Εθνικού Στρατού», τα πέτρινα χρόνια του εμφυλίου, για δύο χρόνια (1947-1949) με το αιτιολογικό ότι αποτελούσε σημείο υποστήριξης των ανδρών του ΔΣΕ. Ακόμη λιγότεροι ήταν αυτοί που γύρισαν και άρχισαν ξανά από την αρχή μια καινούργια ζωή. Μετά τον εμφύλιο λειτούργησε και νυχτερινό σχολείο ενώ αρκετοί ήταν αυτοί που έπρεπε να μάθουν αγγλικά μιας και πολλοί πήραν τον δρόμο της ξενιτιάς η οποία αποτέλεσε βασικό πρόβλημα στις δεκαετίες ’50, ’60, ’70. Αυστραλία, Καναδάς, Γερμανία ήταν ο προορισμός των περισσότερων για μια νέα ζωή.
 ...
       Σήμερα το χωριό είναι ιδανικό για πεζοπορείες ακολουθώντας την κυκλική διαδρομή περί του χωριού και βλέποντας το μέσα στην χαράδρα η οποία δημιουργήθηκε απο το ποτάμι το οποίο πηγάζει από το Καϊμάκτσαλάν και φουσκώνει την άνοιξη. Επίσης υπέροχη πεζοπορεία γίνεται στην περιοχή Σφέτι Ράνγκιου όπου υπάρχει το παλιό παρεκκλήσι του Αρχαγγέλου Μιχαήλ και υπόστεγο για υπέροχα πικ-νικ με καταπληκτική θέα του χωριού, της λίμνης και των σχεδόν πάντα χιονισμένων κορυφών του Καϊμάκτσαλάν.  Την καλύτερη θέα μπορείτε να την αντικρίσετε από την Αραμίιτσκι Κάμιν (Η πέτρα των Ληστών) πίνοντας νεράκι από την ομώνυμη πηγή (Αραμίιτσκα Τσέσμα).
  Ακόμη μπορείτε να  πάτε (πάντα με τα πόδια - το αυτοκίνητο το αφήνουμε κάτω απο τις καρυδιές να ξεκουράζεται) στην περιοχή Σφέτα Πέτκα όπου υπάρχει το ομώνυμο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής ανάμεσα σε ένα δάσος με υπεραιωνόβιες βελανιδιές. Ο χώρος είναι ιερός και δεν ξυλεύεται ποτέ. Εδώ τα παλαιότερα χρόνια το ξημέρωμα για τις 26 Ιουλίου γινόταν εσπερινός και ακολούθως οι γυναίκες και τα παιδιά κοιμόντουσαν στρωματσάδα στον ιερό ναό για να είναι υγιείς όλη την χρονιά. Μάλιστα λέγεται από τους παλιότερους ότι η Παναγία έχει εμφανιστεί θέλοντας να διατηρηθεί το μέρος και το παλιό παραδοσιακό εκκλησάκι και έτσι το μέρος θεωρείται ευλογημένο. Σήμερα ο χώρος είναι κατάλληλος για παιχνίδια στο δάσος, πεζοπορεία και πικ-νικ στο ξύλινο υπόστεγο δίπλα στο εκκλησάκι.
  Κάθε χρόνο 26 Ιουλίου είναι το πανηγύρι του χωριού το οποίο στήνεται στην πλατεία με παραδοσιακή τοπική Μακεδονική μουσική και τραγούδια. Τα χάλκινα πνευστά δίνουν το καλύτερο τους εαυτό και αν παρευρεθείτε δεν θα γλιτώσετε εύκολα από τα κεράσματα των ντόπιων. Να σημειωθεί ότι η Καρυδιά είχε και έχει χορευτές με φοβερή επιδεξιότητα στους Μακεδονικούς χορούς. Σήμερα χορευτές του χωριού διδάσκουν ή πλαισιώνουν τα γνωστότερα χορευτικά συγκροτήματα της περιοχής.
     Ένα ακόμη ωραίο εκκλησάκι βρίσκεται στο Κόστενο όπου στις 21 Μαΐου Κωσταντίνου και Ελένης γίνεται πανηγύρι στον ομώνυμο ναό σε μια φανταστική τοποθεσία με το Καϊμάκτσαλάν και της λίμνης Άγρα όπου σύμφωνα με την παράδοση το Πάσχα οι νέοι του χωριού ξεκινούσαν με τα άλογα από το χωριό για να έρθουν για εκκλησιασμό στο εκκλησάκι. Ακολούθως οι γυναίκες του χωριού χτυπούσαν την καμπάνα γινόταν λειτουργία και έδιναν αυγά. Στον γυρισμό τα παιδιά με τα άλογα γυρνούσαν από σπίτι σε σπίτι και οι νοικοκυρές του κερνούσαν ρυζόγαλο.
       Στις 23 Δεκεμβρίου γίνεται το Κόλιντα Μπάμπω (Κάλαντα Γιαγιά) με φωτιά στην πλατεία, όργανα και εδέσματα. Τελευταία Κυριακή της Αποκριάς γίνεται το έθιμο της συγχώρεσης όπου οι μικροί ζητάνε συγνώμη από τους μεγαλύτερους και ακολουθεί το έθιμο της Λάμκας με το κρεμαστό βραστό αυγό που διασκεδάζει μικρούς και μεγάλους έως σήμερα. Γενικά οι ντόπιοι είναι πολύ φιλικοί με τους επισκέπτες. Αν για παράδειγμα τους πείτε τις λέξεις Ράτζα Νίβα, Σούλκουβ ντόϊ, Γκλάβα(Κεφάλι), Κλάτνιτζ(Πηγές), Βοδενίτσα(Μύλοι) (ονόματα περιοχών) τότε αυτοί κάποια ιστορία θα έχουν να σας πούν.
       Αναμφισβήτητα το πιο άγνωστο μέρος και από τα πιο όμορφα είναι το δάσος της Καρυδιάς το οποίο αποτελεί ιδιοκτησία του χωριού. Οξυές, βελανιδιές συνθέτουν ένα μαγικό τοπίο με φόντο τις κορυφογραμμές του Καϊμάκτσαλάν. Χαμηλά μπροστά από την σημερινή λίμνη του Αγρα υπάρχει ένα κάμπος γεμάτος σήμερα κυρίως με κερασιές. Εξαιρετικά είναι τα κεράσια της Καρυδιάς με τις καλύτερες ποικιλίες από τα Τραγανά Εδέσσης ή «Ρούπκα», τα περίφημα Κεράσια Βοδενών.
 Σήμερα το χωριό βρίσκεται πολύ κοντά στο Χιονοδρομικό Κέντρο του Καϊμάκτσαλάν (μόλις 17χλμ με ασφαλτόδρομο εξαιρετικής ποιότητας) και πολύ κοντά στον Αγιο Αθανάσιο, στα Λουτρά Πόζαρ και στην Εδεσσα.
 Λειτουργούν όλο τον χρόνο παραδοσιακοί ξενώνες, καφενεία το ένα εκ των οποίων είναι και ταβέρνα με τοπικές λιχουδιές, 2 cafe και  παντοπωλείο. Στο χωριό πρόκειται επίσης να λειτουργήσει κέντρο παραδοσιακών τεχνών με αργαλειούς, υφάντρες, έκθεση τοπικών προϊόντων και προϊόντων του χωριού στο παλιό πέτρινο σχολείο στην πλατεία του χωριού με το παραδοσιακό πλατάνι. Η τοπική κουζίνα είναι κυρίως μακεδονική ενώ από εδώ έλκει την καταγωγή της και μια από τις διασημότερες μπάντες μακεδονικής μουσικής με χάλκινα στην Ελλάδα, οι «Χρυσοδάκτυλοι». 
 Κάθε γωνιά της Ελληνικής γής είναι μοναδική ας την θαυμάσουμε και ας την φροντίσουμε ...
                                          Ο ΑΓΙΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ
 Πρόκειται για την παλιά εκκλησία στο κέντρο του χωριού η οποία έχει κατασκευασθεί πρίν το 1850 και η οποία κρύβεται (δυστυχώς) πίσω από την νέα εκκλησία της Αγίας Παρασκευής. Είναι τρίκλιτη βασιλική, με λιθοδομή πάχους 80 εκ. με δύο εισόδους στην νότια και δυτική πλευρά. Η κεραμοσκεπής εκκλησία έχει και κωδωνοστάσιο. Διαθέτει γυναικωνίτη στην είσοδο του ναού και αξιόλογο τέμπλο το οποίο είναι επίχρυσο. Ξεχωρίζει η αγιογραφία της πλατυτέρας ενώ οι παλαιότερες τοιχογραφίες καθώς και πολλές εικόνες έχουν αντικατασταθεί. Ο ναός αποτελεί κόσμημα στην πλατεία του σημερινού χωριού και περιμένει την σταδιακή αποκατάστασή του (έχουν προχωρήσει οι εργασίες) στην αρχική του μορφή.
                                            Η ΑΓΙΑ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ 
Η εκκλησία βρίσκεται στην περιοχή Σφέτα Πέτκα και χρονολογείται προ του 1817.  Είναι μια μονόχωρη εκκλησία με λιθοδομή πάχους 60 εκ. με τετράριχτη στέγη με κεραμίδια. Στο εσωτερικό υπήρχαν φορητές εικόνες μεταξύ αυτών και η Αγία Παρασκευή (1817), οι Άγιοι Ευθύμιος και Χαράλαμπος, Η Παναγία η Θεομήτωρ,  ο Χριστός ο Άγιος Ιωάννης ο Πρόδρομος κα ιδιότυπης τέχνης ζωγραφισμένες με απλή τέχνη. Σήμερα διατηρείται σε μορφή μη επισκέψιμη ενώ δίπλα έχει κτιστεί μεγαλύτερο εκκλησάκι την δεκαετία του ’70.
ΕΚΘΕΣΗ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΑΓΩΝΑ – ΚΕΝΤΡΟ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ
 Στις αρχές του 20αι τα χωριά της Ορεινής Πέλλας συμμετείχαν στις προσπάθειες για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και της ενσωμάτωσης στην Ελλάδα. Η περίοδος του Μακεδονικού αγώνα χαρακτηρίστηκε από σκληρούς αγώνες μεταξύ των κομιτάτων με στόχο την ελευθερία. Παρά πολλοί είναι οι ντόπιοι αγωνιστές που συμμετείχαν στην προσπάθεια αυτή προκειμένου να δουν τα χωριά και τις ιδιαίτερες τους πατρίδες ελεύθερες. Εκατοντάδες άνθρωποι του άμαχου κυρίως πληθυσμού θυσιάστηκαν την περίοδο εκείνη τις περισσότερες φορές άδικα. 
Σήμερα στο Κέντρο Παραδοσιακών Τεχνών Καρυδιάς στεγάζεται η Έκθεση για το Μακεδονικό Αγώνα με εκθέματα & ενθυμήματα από όλες τις πλευρές που ενεπλάκησαν στη διαμάχη δημιουργώντας μεγάλες απώλειες στο ανθρώπινο κεφάλαιο.
Ευχαριστούμε τη συντακτική ομάδα του edessacity.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου